πράε

πράε
πρᾶε
πρᾶος
Gött. Nachr.
masc /fem voc sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρᾶε — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”